Nadia-Anastasia Fahmi: 19:42 Oct 7, 2008
Το γενετικό με ένα 'ν' έχει σχέση με την κληρονομική προδιάθεση. Το γεννητικό με δυο 'ν' μόνο με την αναπαραγωγική διαδικασία. Παραθέτω τις ετυμολογίες από το ΛΚΝ ... για να ξεκαθαρίσουμε κάποτε τη διαφορά ... γενετικός 1 -ή -ό [jenetikós] E1 : που αναφέρεται στη γένεση, στην αρχή, στην προέλευση των όντων και των φαινομένων: Γενετική μέθοδος, που μελετά μια επιστήμη από την άποψη της γένεσής της. Γενετική γραμματική, που περιγράφει μια γλώσσα ως ένα σύνολο κανόνων για την παραγωγή γραμματικών προτάσεων. Γενετική ψυχολογία, που μελετά την εξέλιξη της συνείδησης και της σκέψης, κυρίως στα παιδιά. || (ως ουσ.) η γενετική, κλάδος της βιολογίας που μελετά τα φαινόμενα και τους νόμους της κληρονομικότητας. [λόγ. < γαλλ. génétique < αρχ. γένε(σις) -τικός, κατά το σχήμα ἀντίθεσις – ἀντιθετικός (διαφ. το ελνστ. γενετική `γενική πτώση΄)· γενετική γραμματική: μτφρδ. αγγλ. generative grammar] γεννητικός -ή -ό [jenitikós] E1 : που συντελεί στην αναπαραγωγή, που είναι κατάλληλος για αναπαραγωγή: Γεννητικά όργανα. Γεννητικό σύστημα, το σύνολο των γεννητικών οργάνων και για τα δύο φύλα. Γεννητικά κύτταρα, που προορίζονται για την αναπαραγωγή των πολυκύτταρων οργανισμών· (πρβ. γαμέτες). Γεννητικοί αδένες, αδένες που παράγουν τα γεννητικά κύτταρα και τις γεννητικές ορμόνες. [λόγ. < αρχ. γεννητικός]
|