GLOSSARY ENTRY (DERIVED FROM QUESTION BELOW) | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
|
23:10 Jun 6, 2009 |
English to Greek translations [PRO] Social Sciences - Music / instrument | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
|
| ||||||
| Selected response from: Nick Lingris United Kingdom Local time: 17:40 | ||||||
Grading comment
|
Summary of answers provided | ||||
---|---|---|---|---|
5 +8 | νάκαρα, ανάκαρα |
| ||
4 | νάκαρα |
|
νάκαρα Explanation: Νάκαρα Βυζαντινά μουσικά όργανα που είχαν τη μορφή τυμπάνου. Ήταν σκεπασμένα με μεμβράνες από δέρμα ζώων και τα τοποθετούσαν δύο - δύο πάνω στα άλογα. Τα ν. τα χτυπούσαν οι καβαλάρηδες σε διάφορες παρελάσεις. Reference: http://www.britannica.com/EBchecked/topic/402071/naker |
| |
Login to enter a peer comment (or grade) |
nakers νάκαρα, ανάκαρα Explanation: Από το Oxford English Dictionary: naker n.1 Now only Hist. Also 4_5 nakere, gen. pl. nak(e)ryn, 5 nakyr, 9 nakir. Cf. nacorne and naquaire. [a. OF. nacre, naquere, nakaire, nacaire, etc. = It. nacchera, med.L. nach-, nacara, nacaria, med.Gr. ανάκαρα, ad. Arab. naqarah, Pers. naqara. In English the word seems to have had real currency only in the 14th cent.] A kettle-drum. Από το λεξικό του Παπύρου: νάκαρο (I) και νιάκαρο, το, και νιάκαρη, η και νιακαράς, ο· κρουστό ή πνευστό μουσικό όργανο, το τύμπανο ή η σάλπιγγα, το ανάκαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιότατο ιταλ. naccaro με επίδραση τού βεν. gnacara (< αραβ. nakkare, πρβλ. και τουρκ. nakkare), πρβλ. ανακαράς]. ανάκαρο (II) το· (συνήθως στον πληθ.) τα ανάκαρα· μουσικά όργανα, κυρίως τα λαϊκά πνευστά, κατ' επέκταση δε και όλα τα άλλα, τύμπανα, έγχορδα κ.λπ. http://www.livepedia.gr/index.php?title=Νάκαρα -------------------------------------------------- Note added at 3 days13 hrs (2009-06-10 12:39:12 GMT) Post-grading -------------------------------------------------- Από Λεξικό Κριαρά (Μεσαιωνικής Γραμματείας): ανακαράς ο· νακαράς. (Συν. στον πληθ.) είδος τυμπάνου που παιζόταν από στρατιωτικούς μουσικούς, συνήθως έφιππους (σε στρατιωτικές επιχειρήσεις): όργανα του πολέμου, τρουμπέτες …, τύμπαν’, ανακαράδες Διήγ. Bελ. χ 272· Ολονυκτίς ακούγανε πίφερες, νακαράδες Τζάνε Κρ. πόλ. 15617. Κρίνοντας και από τα ευρήματα του LSJ, στον πληθυντικό καλύτερα «ανακαράδες». |
| |