12:41 Jun 29, 2015
Collin's English Dictionary:- Speculate= guess, conjecture, buy property, shares, etc, in the hope of selling them** at a profit;n.** speculator, speculative.
(..........., δηλαδή δωρεάν μέχρι να δεχτεί ο πελάτης αυτό που του προτείνουμε, ή αν εννοεί κάτι δικό του, όπως υποθέτει ο Κυριάκος, με τη ματιά στο μέλλον;) μόνο που δεν έβαλε '...με τη ματιά στο κέρδος', αντί ' στο μέλλο'. Και ο Κυριάκος, αν ήξερες, το έκανε στη ζωή του. Είχε εργοστάσιο για ενδύματα, το οποίο ήτανε 'complete speculation'. Ίσως να είχε και Speculative Designer, μαζί με τον οποίο κάνανε σχέδια για φορέματα, να παρουσιάσου σε αγοραστές, που ΠΙΘΑΝΟ θα τους άρεσαν για να βάλουνε παραγγελίες κατά χιλιάδες, να δουλέψει το εργοστάσιο, και να βγάλει, ο Κυριάκος, κέρδος. Δεν βλέπω τον Κ. να είναι ούτε 'money grubber' or 'mercenary'. Όλοι μας το κάναμε, στη ζωή μας. Τώρα, αν κάποιοι το ξέρουν αυτό ως 'dirty work' άλλη υπόθεση!! |