GLOSSARY ENTRY (DERIVED FROM QUESTION BELOW) | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
|
15:56 Feb 29, 2012 |
Greek to English translations [PRO] Bus/Financial - Management | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
|
| ||||||
| Selected response from: Kyriacos Georghiou Cyprus Local time: 06:03 | ||||||
Grading comment
|
Summary of answers provided | ||||
---|---|---|---|---|
3 +3 | reform / improve |
|
reform / improve Explanation: αναμορφώνω [anamorfóno] -ομαι Ρ1 : δίνω σε κτ. νέα, βελτιωμένη μορ φή. α. (συνήθ. για αφηρ. ουσ.) αλλάζω ριζικά ένα θεσμικό πλαίσιο, το θέτω σε νέες βάσεις: ~ την παιδεία. Θα αναμορφωθεί το σωφρονιστικό σύστημα. || Θα αναμορφωθεί η περιοχή της κεντρικής αγοράς της πόλης, θα αναπλαστεί. β. βελτιώνω με τα κατάλληλα μέτρα τη συμπεριφορά και γενικά την προσωπικότητα κάποιου παραστρατημένου, νεαρού συνήθ., ατόμου. [λόγ. < ελνστ. ἀναμορφ(ῶ) `διαμορφώνω ξανά΄ -ώνω & σημδ. γαλλ. réformer] |
| |
Grading comment
| ||