Nov 9, 2019 00:55
4 yrs ago
4 viewers *
English term

chillax

GBK English to Greek Art/Literary Cinema, Film, TV, Drama
Definition from Oxford:
intransitive. To calm down and relax; to take it easy, to chill. Often in imperative: ‘relax’, ‘calm down’.
Example sentences:
So chillax with these South Florida offers running through October. (South Florida Sun Sentinel)
Pandas play, polar bears wrestle, and walruses chillax in these photos from our archives. (National Geographic)
David Cameron's 'chillaxing' hobbies revealed in new biography (The Guardian)
Change log

Nov 8, 2019 23:14: changed "Kudoz queue" from "In queue" to "Public"

Nov 9, 2019 00:55: changed "Stage" from "Preparation" to "Submission"

Nov 12, 2019 01:55: changed "Stage" from "Submission" to "Selection"

Nov 19, 2019 16:54:

Dec 9, 2019 15:54:

Jan 8, 2020 14:54:

Proposed translations

6 hrs

χαλαρώνω, ριλαξάρω, κουλάρω

Υπάρχει σε κυκλοφορία και το τσιλάρω, αλλά δεν έχει ακόμα την απαραίτητη διάδοση.

https://www.slang.gr/definition/26378-tsilare
Definition from Χρηστικό Λεξικό της Ν�
αποβάλλω την ένταση, το άγχος, τη νευρικότητα, ηρεμώ
Example sentences:
Και αυτό το καλοκαίρι οι περισσότεροι θα επιλέξουν για τις διακοπές τους να χαλαρώσουν σε ξαπλώστρες ή να ξεδώσουν σε κοσμικά νησιά. (Kathimerini)
Πώς ορίζεις, αλήθεια, το απόλυτο διάλειμμα; «Επιτυγχάνεται μόνο όταν αφήσεις το σώμα και το πνεύμα σου να ριλαξάρουν.» (To Vima)
Το μόνο που δεν μπορώ να ανεχθώ είναι να έρθουν τώρα όλοι αυτοί που έλεγαν "αμάν, κούλαρε λιγάκι, γιατί δεν χαλαρώνεις ποτέ;» να είναι οι ίδιοι που θα μου πουν ότι πισωγύρισα (...). (Ta Nea)
Something went wrong...
1 day 6 hrs

αράζω

Definition from own experience or research:
Αράζω όταν χαλαρώνω και ηρεμώ χωρίς να προβληματίζομαι.
Example sentences:
Θα 'θελα να άραζα για κάμποσο καιρό σε ένα αστέρι, ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος. (Πύλη για την ελληνική )
'Αραξε .Όλα θα πάνε καλά (Dictionary of Slang)
Something went wrong...
+1
3 days 7 hrs

τσιλάρω, αράζω

Το "τσιλάρω" ανήκει μάλλον στη slang και δεν χρησιμοποιείται από όλους.
Definition from own experience or research:
Το "τσιλάρω" χρησιμοποιείται είτε στην προστακτική, για να παρακινήσουμε κάποιον να χαλαρώσει, είτε γενικότερα, για να υποδηλώσει το σχέδιό μας για μια χαλαρωτική κατάσταση.
Example sentences:
-> Φαίνεσαι πολύ ανήσυχος, <b>τσίλαρε</b> λίγο. ((own experience))
-> Κανονίσαμε να μαζευτούμε το βράδυ σπίτι μου να <b>τσιλάρουμε<b></b> ((own experience))
Peer comment(s):

agree Constantine Ef. (X)
379 days
Something went wrong...
Term search
  • All of ProZ.com
  • Term search
  • Jobs
  • Forums
  • Multiple search